7.3.09

REBUS: 10 (bloggers) με τόνο (til)

Αυτές τις μέρες δεν έχω διάθεση για τίποτα…
Χάνομαι αυτοβούλως (νομίζω) με σκέψεις που με πλακώνουν, έχοντας πάρει αυτές τον έλεγχο της κατάστασής μου
Με καλούν οι φίλοι, μα δεν μπορώ ν’ ανταποκριθώ…
Συγνώμη.
- Έλα μου λέει το αστεράκι μου, έλα να παίξουμε. Εδώ υπάρχουν μικροί σε ηλικία κι όμως είναι μεγάλοι ήρωες… κι εσύ… κοτζαμάν γυναίκα, κάνεις σαν παιδί που πείσμωσε… (πάντα φημιζόμουν για το γινάτι μου σαν παιδί. Γαϊδουρινό το έλεγε ο μπαμπάς μου)
- Δεν μπορώ αστεράκι μου, είμαι κουρασμένη. Μια άλλη φορά.
- Έλα να μαγειρέψουμε, να ζωγραφίσουμε, να ξεχαστούμε… μου λέει μια άλλη φίλη και μια ακτίδα διαπερνάει το βλέμμα της κάθε φορά που έχει μια καλή ιδέα για να βοηθήσει κάποιον…
- Να ‘σαι καλά, αλλά … νυστάζω. Θα πάρω έναν υπνάκο και βλέπουμε…
Κι ο ύπνος ήρθε
και μ’ αγκάλιασε
κι εγώ παραδόθηκα, μήπως και λυτρωθώ έστω για λίγο…
Όποια ανακούφιση είναι δεκτή και απολύτως επιθυμητή.

Άρχισα να χάνομαι στην αγκαλιά του Μορφέα, νιώθοντας να βουλιάζω και να βουλιάζω …
Ξαφνικά, συνειδητοποιώ πως βουλιάζω μέσα σ’ έναν … καναπέ!
Τρομερά αναπαυτικός, δε λέω, αλλά τι δουλειά είχα εγώ εκεί;
Εγώ στο κρεβάτι μου πήγα για νάνι. Τι συμβαίνει εδώ;

Κοιτάω δίπλα μου και να ‘σου ένα τραπεζάκι στρωμένο και στολισμένο μ’ ένα σωρό κεράσματα. Όλα homemade, ήτοι σπιτικά, χειροποίητα εις την ελληνικήν. Φαινόντουσαν πως κάποιος νοιαζόταν πολύ για τους καλεσμένους του.
Κι εγώ έκπληκτη, μ’ έναν ζεστό καφέ στο χέρι (ιδέα δεν έχω πως βρέθηκε εκεί, αλλά να ‘ταν και το μόνο!!!) κοιτάζω γύρω μου, μπας και καταλάβω κάτι…
Στην απέναντι πολυθρόνα, ένας τύπος, να μου χαμογελάει.
- Γεια σου, καλώς όρισες
- Καλώς σε βρήκα
- Αναπαυτικός ο καναπές;
- Θαύμα, αλλά που είμαι;
- Θα σου πω, αλλά πες μου πρώτα: καλός ο καφές;
Ήπια μια γουλιά.
- Πολύ ωραίος, γεια στα χέρια σου.
- Πάρε και κανένα γλυκάκι.
- Ευχαριστώ.
- Έχει και από τον Νεντίμ.

ΣΟΚ!
- Από Κομοτηνή είσαι;
- Όχι, αλλά ήξερα πως σ’ αρέσουν.
Απ’ την αρχή μου είχε κάνει εντύπωση το ύφος του: οικείο, αλλά άφηνε μια αίσθηση σαν να έλεγε: εσύ μπορεί να μην μιλάς, αλλά εγώ ξέρω τι σκέφτεσαι…
Και το πιο τρομακτικό ήταν ότι αυτή η αίσθηση άρχιζε να επιβεβαιώνεται…
- Πως το ήξερες;
- Το υπέθεσα για να ‘μαι ειλικρινής.
(-Ναι κι εγώ σε πίστεψα. Κάτι περίεργο συμβαίνει, αλλά δεν έχω δύναμη να το ψάξω. Ας ευχαριστηθώ τον καφέ μου τουλάχιστον…)
- Πως σε λένε;
- Παναγιώτη.
- Κι όλα αυτά τα έφτιαξες μόνος σου;
- Ναι, αλλά μάλλον είναι πολύ καλές οι συνταγές που έχω, γι’ αυτό μου πετυχαίνουν πάντα.
- Από βιβλίο είναι;
- Όχι, από καρδιά.
- Ορίστε;
- Ναι, είναι λίγο δύσκολο να το καταλάβεις με τη μία
(Όπα. Με πήρε πρέφα ότι δεν το λειτουργώ όλες τις ώρες, ή είναι σύμπτωση;)
- Τι εννοείς;
- Αυτές κορίτσι μου, είναι συνταγές της καρδιάς. Ούτε σε βιβλία χωράνε, ούτε σε εγκυκλοπαίδεια εικοσάτομη, μη σου πω. Είδες εσύ ποτέ κανέναν να μπορεί να περιορίσει και να χωρέσει κάπου υλικά, όπως η αγάπη και το ενδιαφέρον;
- Υπάρχουν τέτοιες συνταγές;
- Μόνο για τους μυημένους.
- Ευχαριστώ που μ’ άφησες να δοκιμάσω.
- Όχι εμένα, την Έλενα, που μου ‘φαγε τ’ αυτιά: Και μην ξεχάσεις, να βγάλεις και κέϊκ λεμονιού και μπουγάτσα, για να γλυκαθεί η κοπέλα. Τόσο δρόμο έκανε…
- Να της μεταβιβάσεις τις ευχαριστίες μου τότε.
- Πολύ ευχαρίστως. Δε μου λες: βολεύτηκες;
- Ουουουουου…
- Το γλυκάκι σου το ‘φαγες;
- Ωραιότατο.
- Χαλάρωσες λοιπόν;
- Δεν το συζητώ. Δεν θέλω να κουνηθώ.
- Πολύ χαίρομαι. Σήκω πάνω.
- Τι λες παιδί μου; Τώρα που ηρέμησα;
- Σήκω πάνω σου λέω.
- Μη με τρομάζεις. Γυαλίζει το μάτι σου ή μου φαίνεται;
- Δε φταίω εγώ. Εντολές εκτελώ.
- Τίνος;
- Του Κυβερνήτη.
- Γιατί, σε πλοίο είμαστε;
- Όχι.
- Τότε για ποιον κυβερνήτη μου μιλάς;
- Της χώρας. Δε θα πιάσουμε κουβέντα. Φύγαμε.
Τέλος πάντων, σηκώθηκα. Ούτως ή άλλως, αυτός ο άνθρωπος μου δημιουργεί μια αίσθηση εμπιστοσύνης κι έτσι ακολουθώ, ενώ η αγωνία μου συναγωνίζεται την περιέργειά μου.

Κάνω να φύγω, μα συνειδητοποιώ ότι είμαι ξυπόλητη. Να ‘ταν καλοκαίρι, δεν το συζητούσα, αλλά με τέτοιο καιρό, ούτε να το διανοηθώ.
- Δεν έχω παπούτσια, ούτε καν τις παντόφλες μου. Πως θα έρθω;
- Μπράβο! Τώρα τα βρήκαμε τα λεφτά μας. Θα καθυστερήσουμε. Α! κάτι σκέφτηκα. Ναι θα σου δώσω τα παπούτσια της Dorothy . Κάπου εδώ πρέπει να τα άφησε… Α νατα!
- Μα θα μου κάνουν;
- Σίγουρα. Μόνο να μη μυρίζουν τα πόδια σου.
- Όχι.
- Καλώς τότε, φόρα τα να φύγουμε.
- Μα δε θα την πειράξει που τα παίρνουμε χωρίς να ρωτήσουμε;
- Για άνθρωπο που έχει ανάγκη… και την ψυχή της θα έδινε. Απλά την βρίσκουνε καλή και την τυρρανάνε. Κι αυτή κάνει λίστες για να αποδείξει ότι είναι στραβόξυλο. Τζάμπα κόπος.
- Μήπως σου βρίσκονται κάλτσες;
- Θα μας τρελάνεις; Βιαζόμαστε σου λέω.
- Σε παρακαλωωωωώ…
- Καλά, να πάρε της Μάτας. Αυτές με το σχέδιο. Άλλωστε, η Μάτα κοιμάται αυτήν την ώρα, οπότε δε θα της λείψουν. Τουναντίον.
- Δεν κατάλαβα ποιες απ’ όλες. Τι σχέδιο έχουν;
- Ένα μπορμπότσαλο. Ένα μπορμπότσαλο χρωματιστό, που σε κάνει να χαμογελάς όταν το βλέπεις …
- Τις βρήκα!
- Εύγε! Εγώ να δω που θα βρω να κρυφτώ όταν εμφανιστούμε μπροστά Της, τόσο που έχουμε αργήσει…
- Έτοιμη!
- Τι μου λες! Συγκλονίστηκα! Πολύ γρήγορη είσαι!
- Το ξέρω, ευχαριστώ. Αλλά σε γυναίκα θα παρουσιαστούμε; Εσύ δεν είπες ότι πάμε στον κυβερνήτη;
- Ναι, αλλά ως συνήθως, άλλος έχει το όνομα και άλλος έχει τη χάρη. Ή μάλλον άλλη. Η εξής μία, η πολυχρονεμένη μας.
- Πως είναι αυτή;
- Θα τη γνωρίσεις και θα δεις. Προχώρα τώρα. Βιάσου!
Στο δρόμο –αν και σχεδόν έτρεχα…- προσπαθούσα να δω όλα όσα διαδραματίζονταν εκεί κι αποτελούσαν την καθημερινότητα αυτής της περίεργης χώρας.
Αρχικά, μου έκανε εντύπωση μια κοπέλα, που θα μπορούσες κάλλιστα να την φωνάξεις «Άνοιξη» και να περιμένεις να γυρίσει και να σου πει «ορίστε». Παρ’ όλα αυτά τη φώναζαν Μάριαν. Ήταν στολισμένη με υπέροχα ανθάκια, μοίραζε στον κόσμο λουλούδια, δίχρωμα βραχιολάκια (που θύμιζαν το Μάρτη που φορούσαμε παιδιά), τα χελιδόνια είχαν αράξει στο καλάθι της (σαν να μη φοβόταν τίποτα, πρώτη φορά τα έβλεπα τόσο άνετα με τους ανθρώπους) και μια πεταλούδα στόλιζε το αέρινο φόρεμά της, μοιάζοντας (και ξεπερνώντας κατά πολύ) στην πιο ακριβή και στολισμένη με πολύτιμους λίθους καρφίτσα που έχουν δει τα μάτια μου. Ήταν σαν νεράιδα. Μου χαμογέλασε και συνέχισε.
Κατά έναν περίεργο τρόπο, ένιωθα κι εγώ πιο ανάλαφρη και σαν να πήγαινα γρηγορότερα.
Λίγο πιο κάτω, ήταν μια γυναίκα. Στεκόταν ήρεμη, αγέρωχη, δυνατή κι αδύναμη συνάμα και μιλούσε στον κόσμο. Καθώς πλησιάζαμε άρχισα να την ακούω. Μιλούσε για την αγάπη, για τον έρωτα, για τον πόνο…
Όλοι την άκουγαν σα μαγεμένοι. Ποιος δεν έχει αγαπήσει; δεν έχει ερωτευθεί; δεν έχει πονέσει τόσο;
Μαγεύτηκα κι εγώ προς στιγμήν κι αφέθηκα να την ακούω.
- Πως τη λένε; ρώτησα τη διπλανή μου.
- Όλγα, αλλά όλοι τη φωνάζουν Ladybird.
- Της πάει νομίζω…


- …Κι εγώ νομίζω ότι δεν έχω καθυστερήσει πιο πολύ σε συνάντηση. κι αυτό εξαιτίας σου. Τι θα γίνει; Θα φτάσουμε καμιά φορά στον προορισμό μας;
- Συγνώμη. Αλλά είναι όλα τόσο … τόσο… Πώς να το πω; Καινούργια; Υπέροχα; Μαγικά; Θέλω να δω τα πάντα!
- Κι εγώ θέλω να δω έναν γιατρό και σύντομα, γιατί έχεις φτάσει το νευρικό μου σύστημα σε πρωτόγνωρα επίπεδα! ΠΡΟΧΩΡΑ!
- Εντάξει. μόνο πες μου γι’ αυτούς εκεί. Την κοπέλα με τη νεραϊδόσκονη στα χέρια και το παλικάρι που λάμπουν τα μάτια του τόσο δυνατά.
- Έστω. Αλλά αυτή θα είναι η τελευταία στάση. Μετά ντογρού στην πολυχρονεμένη.
- Το υπόσχομαι.
- Εντάξει. Η κοπέλα έχει μαγικές ικανότητες. Μεταμορφώνει τα πάντα σε έργα τέχνης και σε παιχνίδια. Τα παιδιά την ψάχνουν κάθε μέρα και μόλις την βρουν την ακολουθούν όπου κι αν πάει. Μαγεύονται απ’ τη γλύκα της, τη νιώθουν σαν δεύτερη μάνα τους. Γι’ αυτό και όλα μα όλα τη φωνάζουν μαμά. Μαμά Βίκυ, συγκεκριμένα.
- Και το παλικάρι;
- Αυτός είναι ο Σκρουτζάκος ο jkok.
- Και τι; Για χρήμα μιλάει, γι’ αυτό και το «Σκρουτζ»;
- Ναι.
- Δεν το πιστεύω. Με τέτοιο φωτεινό και καθαρό βλέμμα, πιο εύκολα θα πίστευα το αντίθετο.
- Και καλά κάνεις.
- Καλά, με κοροϊδεύεις;
- Σταμάτα να μιλάς συνέχεια. Άκου και θα καταλάβεις.
- «… ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΝ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΦΟΥ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΟΛΑ ΘΑ ΧΑΘΟΥΝ. ΑΛΛΩΣΤΕ Η ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΔΕΝ ΑΓΟΡΑΖΟΝΤΑΙ.» έλεγε ο Σκρουτζάκος ο jkok, καθώς περνούσαμε από δίπλα του.
- Κατάλαβες τώρα;
- Ναι κατάλαβα και σ’ ευχαριστώ που με ανέχτηκες τόση ώρα. Και με τόση υπομονή (είπα να κάνω καμιά μαλαγανιά, γιατί το είχα παρατραβήξει και το καταλάβαινα. Άσε που το χρώμα του είχε πλέον όλες τις γνωστές αποχρώσεις του κόκκινου. Είχαν περάσει άλλωστε … δύο ώρες… ΔΥΟ ΩΡΕΣ!!! Κι εγώ να ήμουν θα με έσφαζα. Μπράβο υπομονή!). Άρχισα να τρέχω, μπας και σώσω την κατάσταση… λέμε τώρα.
- Εντάξει. εντάξει σταμάτα! Φτάσαμε!
- Ουφ! Κι αυτό καλό είναι τώρα;
- Για μένα ναι, για σένα θα δείξει.
- Γιατί το λες αυτό; Θα πάθω τίποτα;
- Δεν ξέρω. Εγώ έπρεπε να σε φέρω εδώ. Δύο ώρες πριν βέβαια, αλλά τέλος πάντων σε έφερα. Αποστολή εξετελέσθη. Άντε γεια σου τώρα.
- Που πας; Θα με αφήσεις μόνη μου; Τώρα;
- …,~ Καλά, θα σε συνοδεύσω…
- Είσαι πολύ καλός.
- Τιδέν μη λες, κι όποιος κατάλαβε κατάλαβε.

Φτάνουμε, λοιπόν, σε μια τεράστια αίθουσα, χωρίς πολλά πολλά. Ούτε χρυσάφια, ούτε διαμάντια, ούτε στολίσματα, τίποτα. Τόσο λιτό, που νόμισα πως κάποιος θα έβγαινε μπροστά μας, να μας πει: εδώ σκέφτομαι να κάνω την κουζίνα και πίσω δεξιά το σαλόνι…
Όντως, κάποιος πετάχτηκε μπροστά μας, μα αυτός φαινόταν πιο τρομαγμένος από μας:
- Επιτέλους ήρθατε! Καιρός ήταν! Η ξανθιά έχει τα νεύρα της. Της … Μαγδαληνής έγινε σήμερα… Κέρδισαν λέει οι γαύροι και κάποιος της την είπε… Μέγα λάθος! Ποιος είδε τη Μαγδαληνή και δεν τη φοβήθηκε! Βρε Φοίβη μου, βρε καλή μου, βρε χρυσή μου…
Δεν πιάνουν αυτά σε τέτοιο πλάσμα. Άστραψε και βρόντηξε! Δε χρειάζεται να συνεχίσω… Τα σχόλια είναι περιττά… Παρεμπιπτόντως, είδα τον καιρό καλό και είπα κι εγώ να πάω μια βόλτα… Πάτε εσείς μέσα, πάτε…

(Απ’ ότι μου είπε ο «κηδεμόνας» μου, αυτός ήταν ο κυβερνήτης. Θάμαξα με την άνεση κι απ’ τις δυο πλευρές, αλλά μου είπε ότι γνωριζόντουσαν καλά. Η σχέση τους ήταν του στυλ: μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε, οπότε όποτε συναντιόντουσαν, μιλούσαν και «πειραζόντουσαν» σαν φιλαράκια.)

Κι εκεί που σκεφτόμουν πως το κάνει ο Κόπερφιλντ και εξαφανίζεται έτσι…επεισοδιακά κι επιβράδυνα όοοοοοοσο μπορούσα … κάτι με τύφλωσε…!

Όταν πια τα μάτια μου άρχισαν να ξαναβλέπουν, την είδα. Δεν μπορούσα να αποφασίσω τι ήταν αυτό που με τύφλωσε με τέτοια λάμψη: το πλατινέ μαλλί ή οι σπίθες που διαπερνούσαν το βλέμμα της;
- Καλώς τα πουλάκια μου!
- Καλώς σας βρήκαμε αρχόντισσα… (είπα μπας και συμμαζέψω τ’ ασυμμάζευτά μου, με τόση καθυστέρηση από μέρους μου και τόση τσατίλα από κείνην…)
- Άσε τα κουλά και τις υποκλίσεις κι έλα εδώ να τελειώνουμε! Εδώ δεν είναι Ελλάδα, εδώ είναι Κυβερνουσαλήμ! Αν και έτσι που πάνε τα πράγματα, σε λίγο όλη η Ελλάδα θα μου κουβαληθεί με τα προικιά της εδώ! Είναι κι αυτός ο δημοσιογράφος που μου έχει σπάσει τα νεύρα: Παρέμβαση στην Παρέμβαση, μη δει ένα στραβό, αμέσως να σας το πετάξει στα μούτρα! Δεν το κλείνει το «στοματάκι» του, όλα στη φόρα. Τι να κάνει κι ο κόσμος, διαβάζει για το χαμό και τρελαίνεται. Που πας ρε Καραμήτροοοοοοο… Τα κοινόχρηστα είναι ο μισός μισθός και οι λογαριασμοί άλλος ένας, ήρθανε κι οι απολύσεις κι έδεσαν…
Σιτ χάι εντ γουότς…
Μάθανε για την Κυβερνουσαλήμ και κάθε μέρα μου ξεφυτρώνουνε πέντε-έξι.
Δε με χαλάει, αλλά όχι να μου την κάνετε … Ελλάδα.
- Δίκιο έχεις, αλλά εγώ δεν κατάλαβα πως ήρθα.
- Μην ανησυχείς, ξέρω εγώ πως ήρθες.
Δε μου λες, πως είμαστε τον τελευταίο καιρό;
- Είμαι λίγο πεσμένη είν’ η αλήθεια…
- Μάλιστα. Να πάρεις tonotil.
- Παίρνω
- Να πάρεις διπλή δόση τότε
- Δε νομίζω να μου κάνουν τίποτα. Από μέσα μου έρχεται.
- Δυστυχώς, το ξέρω. Γι’ αυτό ήρθες εδώ. Εγώ σ’ έφερα. Ήθελα να την δεις κι αλλιώς. Πως αισθάνεσαι τώρα;
- Άλλαξε κάπως η διάθεσή μου, αλλά έχω ακόμα δρόμο.
- Κι εθνική οδό μη σου πω. Αλλά να ξέρεις, είσαι καλά γι’ αυτό και θα επανέλθεις. Γιατί ό,τι κι αν περνάς, πάντα θα υπάρχουν και χειρότερα. Γι’ αυτό ξύπνα. Ξύπνα, ξύπνααααααααααααααααααααααα

Αμάν! Τι όνειρο ήταν αυτό; Πόση ώρα κοιμάμαι;
Βρε μπας και ήμουν ξύπνια;


Εσείς τι λέτε;
Για να σας δω να κάνετε την δική σας ιστορία με τους bloggers που διαλέξατε.
Σαν να επανέρχομαι μου φαίνεται…




13 σχόλια:

  1. Μαμάκα η ιστοριούλα σου δε θα μπορούσε να είναι πιο όμορφη!!Σ'ευχαριστώ πολύ που έπαιξες,φαίνεσαι καλύτερα!!:)Πόσο πολύ χάρηκα!!Φιλάκι μεγάλο κ αγκαλίτσα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σας έπιασα στα πράσα! Για αφήστε ήσυχες τις μπορμποτσαλοκάλτσες μου γιατί άντε! χαχαχαχαα,τέλειο,πολύ μου άρεσε!
    Φιλάκια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. τα σέβη μου ΜΑΝΑ!
    τα σέβη μου....

    Μαγδαληνή

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλά δεν παίζεσαι!!!
    Τέλεια η ιστορία σου, τα ταίριαξες απίθανα!!
    Πολύ μου άρεσα έτσι που με παρουσίασες!!!(άκου νεράιδα!!!)
    Σ΄ευχαριστώ πολύ και για την πρόσκληση για παιχνίδι!!!
    θα παίξω σίγουρα αλλά να δω ποιους θα βάλω κι εγώ γιατί σχεδόν οι ίδιοι θα είναι μου φαίνεται!!!!
    φιλιά πολλά!!!
    καλό βράδυ και καλό Σαββατοκύριακο!!!:)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αστεράκι μου,
    φταις κι εσύ για όλο αυτό, γιατί ήρθες στα ... μουλωχτά και σήκωσες μία (ασφάλεια λέμε) και δεν μπορούσα να μην απαντήσω.
    Φιλάκια Μικρέ ήρωα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Μάτα
    Ας πρόσεχες μα μην έβγαζες τα ... άπλυτά σου στη φόρα. Είμαι σε περίεργη φάση και σ' εκμεταλλεύτηκα μπορμποτσαλάκι μου. Και να σου πω και το καλύτερο; Το καταευχαριστήθηκα...
    (Χαίρομαι που άρεσε και σε σένα)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Μαγδαληνή,
    πρέπει να το ξέρεις πια πως γεννάς μεγάλα πάθη, κι όπως βλέπεις μ' επηρέασες πάρα πολύ κι εμένα.
    Μη μου αλλάζεις τους ρόλους όμως.
    Τα δικά μου σέβη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Μάριαν,
    Χαίρομαι που σου άρεσε, μα τα τελευταία θέματά σου και η αύρα που αφήνουν σε "ζωγράφισαν" έτσι.
    Εγώ απλά ... σε χρωμάτισα...
    φιλια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Καλά, είσαι φοβερή!!! Τι να πω???
    Εσύ παιδί μου έχεις συγγραφικό ταλέντο!!!
    Χαίρομαι πολύ φιλενάδα που σε βλέπω στα πάνω σου, εύχομαι πάντα έτσι να είσαι!!
    Να έχεις μιαν όμορφη Κυριακή:))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Μου θύμησες την παλιά, αισιόδοξη και εξαιρετικά ταλαντούχα φιλενάδα μου!
    Χαίρομαι να σε "βλέπω" ορεξάτη και έτοιμη για δράση!
    Εχεις πολλά να πεις και έχεις τη δύναμη και το ταλέντο να το κάνεις σωστά.
    Σε ακολουθώ πάντα με την ψυχή και το μυαλό μου και επιθυμώ να σε δω να είσαι όπως τότε...Χαρούμενη , αισιόδοξη, με όνειρα για το μέλλον.
    Doli

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Έλενα,
    Τόσες φορές μ' έχεις βάλει σε πειρασμό, απ' έξω θα σε άφηνα;
    Άσε που΄δεν έβρισκα τρόπο να σ' ευχαριστήσω για ρη συνταγή της μπουγάτσας, που έγραψες για ... μένα. Να δεις πως τη λένε ... η μπουγάτσα της ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Ντολορεθ!
    Καλώς ήρθες και επισήμως!
    Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, αλλά αυτό δεν αναιρεί το ότι μπορώ να σε εκβιάσω για τις νεανικές μας ... τρέλες.
    Μη νομίζεις ότι θα γλιτώσεις έτσι εύκολα. Άσε που δεν θέλεις κιόλας.
    Πολλά φιλιά στους ... άντρες σου και στη Θεσσαλονίκη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Πολύ όμορφη η ιστορία που έγραψες! Και εννοείται ότι τα παπουτσάκια ταιριάζουν σε όλα τα πόδια, γιατί είναι μαγικά :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Να θυμάμαι πάντα ...

Να θυμάμαι πάντα ...

Να θυμάμαι όμως...

... κι όλους εκείνους τους γιατρούς
που τιμούν τον όρκο τους...
που δικαιώνουν τη λέξη ΑΝΘΡΩΠΟΣ...
που παλεύουν μαζί με μας για μας χωρίς να περιμένουν οικονομικά ανταλλάγματα που κρύβονται σ' ένα φακελλάκι...
Υπάρχουν κι αυτοί...
Το ξέρω γιατί τους βρήκα πλάι μου όταν πάλευα με το θεριό...
Και τους ευχαριστώ